λακπατώ

λακπατώ
λακπατῶ, -έω (Α)
ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- τού λάξ «με το πόδι» + πατῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λακπάτητος — λακπάτητος, ον (Α) [λακπατώ] καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λακτοπατώ — και λαχτοπατώ (Μ λακτοπατῶ, άω) 1. κλοτσοπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ 2. μτφ. εξευτελίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακπατῶ με επίδραση τού ρ. λακτίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”